Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταραψῳδῆσαι
κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
καταρδεύω
κατάρδω
καταρέζω
κάταρvος
κατάρης
καταρθεία
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταρινάω
View word page
καταρδεύω
καταρδ-εύω, = sq., Sch. A. Pr. 813 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρδεύω
Headword (normalized):
καταρδεύω
Headword (normalized/stripped):
καταρδευω
IDX:
54979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρδ-εύω</span>, = sq., Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg003.perseus-grc1:813" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg003.perseus-grc1:813/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 813 </a>.</div><br><br>'}