Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταραχίζω
καταραψῳδῆσαι
κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
καταρδεύω
κατάρδω
καταρέζω
κάταρvος
κατάρης
καταρθεία
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
View word page
κατάρδευτος
κατάρδ-ευτος, =
A). irriguus, Gloss.


ShortDef

irriguus

Debugging

Headword:
κατάρδευτος
Headword (normalized):
κατάρδευτος
Headword (normalized/stripped):
καταρδευτος
IDX:
54978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάρδ-ευτος</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">irriguus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}