Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταράσιμος
κατάρασις
καταράσσω
κατάρατος
καταραχίζω
καταραψῳδῆσαι
κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
καταρδεύω
κατάρδω
καταρέζω
κάταρvος
κατάρης
καταρθεία
View word page
καταργία
καταργ-ία, ,
A). reduction to inactivity, inhibition, τῶν αἰσθήσεων Corp.Herm. 10.5 .


ShortDef

reduction to inactivity, inhibition

Debugging

Headword:
καταργία
Headword (normalized):
καταργία
Headword (normalized/stripped):
καταργια
IDX:
54974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54975
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταργ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reduction to inactivity, inhibition</span>, <span class="quote greek">τῶν αἰσθήσεων</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Corp.Herm.</span> 10.5 </span> .</div> </div><br><br>'}