Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατάρα
καταραιρημένος
κατάρακτοι
κατάραμα
καταράομαι
καταράσιμος
κατάρασις
καταράσσω
κατάρατος
καταραχίζω
καταραψῳδῆσαι
κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
καταρδεύω
View word page
καταραψῳδῆσαι
καταραψῳδῆσαι·
φλυαρῆσαι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταραψῳδῆσαι
Headword (normalized):
καταραψῳδῆσαι
Headword (normalized/stripped):
καταραψωδησαι
IDX:
54969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54970
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταραψῳδῆσαι·</span> <span class="foreign greek">φλυαρῆσαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}