Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπυρπολέω
κατάπυρος
καταπώγων
καταπωλέω
καταπωμάζω
κατάρα
καταραιρημένος
κατάρακτοι
κατάραμα
καταράομαι
καταράσιμος
κατάρασις
καταράσσω
κατάρατος
καταραχίζω
καταραψῳδῆσαι
κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
View word page
καταράσιμος
καταρ-άσιμος [ᾱς], ον,
A). accursed, Suid. s.v. ἀράσιμος .


ShortDef

accursed

Debugging

Headword:
καταράσιμος
Headword (normalized):
καταράσιμος
Headword (normalized/stripped):
καταρασιμος
IDX:
54964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54965
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρ-άσιμος</span> <span class="pron greek">[ᾱς]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">accursed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀράσιμος</span> .</div> </div><br><br>'}