Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταπυκτεύω
καταπυρίζω
καταπυρόω
καταπυρπολέω
κατάπυρος
καταπώγων
καταπωλέω
καταπωμάζω
κατάρα
καταραιρημένος
κατάρακτοι
κατάραμα
καταράομαι
καταράσιμος
κατάρασις
καταράσσω
κατάρατος
καταραχίζω
καταραψῳδῆσαι
κατάρβυλος
καταργέω
View word page
κατάρακτοι
κατ-άρακτοι
θυρίδες
,
A).
shutters,
IG
22.463.76
; cf.
καταρράκτης
.
ShortDef
shutters
Debugging
Headword:
κατάρακτοι
Headword (normalized):
κατάρακτοι
Headword (normalized/stripped):
καταρακτοι
IDX:
54961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54962
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-άρακτοι</span> <span class="foreign greek">θυρίδες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shutters,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 22.463.76 </span>; cf. <span class="foreign greek">καταρράκτης</span>.</div> </div><br><br>'}