Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταπυκνωτέον
καταπυκτεύω
καταπυρίζω
καταπυρόω
καταπυρπολέω
κατάπυρος
καταπώγων
καταπωλέω
καταπωμάζω
κατάρα
καταραιρημένος
κατάρακτοι
κατάραμα
καταράομαι
καταράσιμος
κατάρασις
καταράσσω
κατάρατος
καταραχίζω
καταραψῳδῆσαι
κατάρβυλος
View word page
καταραιρημένος
κατ-ᾰραιρημένος
, Ion. pf. part. Pass. of
καθαιρέω
, q. v.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταραιρημένος
Headword (normalized):
καταραιρημένος
Headword (normalized/stripped):
καταραιρημενος
IDX:
54960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54961
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ᾰραιρημένος</span>, Ion. pf. part. Pass. of <span class="foreign greek">καθαιρέω</span>, q. v. </div><br><br>'}