Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύει
καταπύθω
καταπυκάζω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπύκνωσις
καταπυκνωτέον
καταπυκτεύω
καταπυρίζω
καταπυρόω
καταπυρπολέω
κατάπυρος
καταπώγων
καταπωλέω
καταπωμάζω
κατάρα
καταραιρημένος
κατάρακτοι
κατάραμα
View word page
καταπυρίζω
καταπῠρίζω,
A). v. καππυρίζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπυρίζω
Headword (normalized):
καταπυρίζω
Headword (normalized/stripped):
καταπυριζω
IDX:
54952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54953
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπῠρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καππυρίζω</span> .</div> </div><br><br>'}