κατάπυκνος
κατάπυκν-ος, ον, strengthd. for πυκνός,
2). Milit., ἐν κ. στάσει in close formation, Tact. 5.1 .
II). Medic., very costive, κοιλίη Acut.(Sp.) 56 .
III). κ. εἰς σχηματισμόν often using a formation, Adv. 186.2 ; ἡ διάλεκτος κ. ἐπὶ τὴν Χρῆσιν Synt. 50.18 .