Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατάπτωμα
κατάπτωσις
καταπτώσσω
καταπτωτικός
καταπτωχεύω
καταπυγίζω
καταπυγμομαχέω
κατάπυγος
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύει
καταπύθω
καταπυκάζω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπύκνωσις
καταπυκνωτέον
καταπυκτεύω
καταπυρίζω
καταπυρόω
καταπυρπολέω
View word page
καταπύει
καταπύει·
ἐνέπλησε, κατ. γνόει
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταπύει
Headword (normalized):
καταπύει
Headword (normalized/stripped):
καταπυει
IDX:
54944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54945
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπύει·</span> <span class="foreign greek">ἐνέπλησε, κατ. γνόει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}