Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάπτυσμα
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
κατάπτωσις
καταπτώσσω
καταπτωτικός
καταπτωχεύω
καταπυγίζω
καταπυγμομαχέω
κατάπυγος
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύει
καταπύθω
καταπυκάζω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπύκνωσις
καταπυκνωτέον
View word page
καταπυγμομαχέω
καταπυγμομαχέω,
A). conquer in boxing, Sch. AP 11.80 ( Lucill.).


ShortDef

conquer in boxing

Debugging

Headword:
καταπυγμομαχέω
Headword (normalized):
καταπυγμομαχέω
Headword (normalized/stripped):
καταπυγμομαχεω
IDX:
54940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54941
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπυγμομαχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conquer in boxing</span>, Sch.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 11.80 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lucill.</span></span>).</div> </div><br><br>'}