Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπτήσσω
καταπτίσσω
καταπτοέω
καταπτύρομαι
κατάπτυσμα
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
κατάπτωσις
καταπτώσσω
καταπτωτικός
καταπτωχεύω
καταπυγίζω
καταπυγμομαχέω
κατάπυγος
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύει
καταπύθω
καταπυκάζω
View word page
καταπτώσσω
καταπτώσσω,
A). = καταπτήσσω, τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε ; Il. 4.340 , al.; of dogs, Gp. 19.2.11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπτώσσω
Headword (normalized):
καταπτώσσω
Headword (normalized/stripped):
καταπτωσσω
IDX:
54936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54937
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπτώσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καταπτήσσω, τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε</span> ; <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:4:340" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:4.340/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 4.340 </a>, al.; of dogs, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 19.2.11 </span>.</div> </div><br><br>'}