Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
κατάπρωκτος
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσομαι
καταπτήσσω
καταπτίσσω
καταπτοέω
καταπτύρομαι
κατάπτυσμα
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
κατάπτωσις
καταπτώσσω
καταπτωτικός
καταπτωχεύω
καταπυγίζω
View word page
καταπτύρομαι
καταπτύρομαι,
A). to be terrified, Aq. Ge. 41.8 .


ShortDef

to be terrified

Debugging

Headword:
καταπτύρομαι
Headword (normalized):
καταπτύρομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπτυρομαι
IDX:
54929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54930
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπτύρομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be terrified</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ge.</span> 41.8 </span>.</div> </div><br><br>'}