Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάπροσθεν
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
κατάπρωκτος
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσομαι
καταπτήσσω
καταπτίσσω
καταπτοέω
καταπτύρομαι
κατάπτυσμα
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
κατάπτωσις
καταπτώσσω
καταπτωτικός
καταπτωχεύω
View word page
καταπτοέω
καταπτοέω,
A). frighten, Ps.- Luc. Philopatr. 29 .


ShortDef

frighten

Debugging

Headword:
καταπτοέω
Headword (normalized):
καταπτοέω
Headword (normalized/stripped):
καταπτοεω
IDX:
54928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54929
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπτοέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">frighten</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Philopatr.</span> 29 </span>.</div> </div><br><br>'}