Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
κατάπροσθεν
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
κατάπρωκτος
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσομαι
καταπτήσσω
καταπτίσσω
καταπτοέω
καταπτύρομαι
κατάπτυσμα
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
κατάπτωσις
View word page
καταπτήσομαι
καταπτήσομαι
, fut. of
καταπέτομαι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταπτήσομαι
Headword (normalized):
καταπτήσομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπτησομαι
IDX:
54925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54926
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπτήσομαι</span>, fut. of <span class="foreign greek">καταπέτομαι</span>.</div><br><br>'}