Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπρηνόω
κατάπριστος
καταπρίω
καταπροβάλλω
καταπροδίδωμι
καταπροθυμέομαι
καταπροΐεμαι
καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
κατάπροσθεν
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
κατάπρωκτος
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσομαι
καταπτήσσω
καταπτίσσω
καταπτοέω
View word page
κατάπροσθεν
κατάπροσθεν,
A). = ἔμπροσθεν , IG 11(2).161 A 45 , 165.22 (Delos, iii B. C.); κατάπροσθε ib. 163.51 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάπροσθεν
Headword (normalized):
κατάπροσθεν
Headword (normalized/stripped):
καταπροσθεν
IDX:
54918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54919
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάπροσθεν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἔμπροσθεν</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 11(2).161 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">A</span> 45 </span>, <span class="bibl"> 165.22 </span> (Delos, iii B. C.); <span class="orth greek">κατάπροσθε</span> ib.<span class="bibl"> 163.51 </span>.</div> </div><br><br>'}