Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπρηνής
καταπρηνίζω
καταπρηνόω
κατάπριστος
καταπρίω
καταπροβάλλω
καταπροδίδωμι
καταπροθυμέομαι
καταπροΐεμαι
καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
κατάπροσθεν
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
κατάπρωκτος
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσομαι
καταπτήσσω
View word page
καταπρολείπω
καταπρολείπω,
A). forsake utterly, A.R. 3.1164 .


ShortDef

forsake utterly

Debugging

Headword:
καταπρολείπω
Headword (normalized):
καταπρολείπω
Headword (normalized/stripped):
καταπρολειπω
IDX:
54916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54917
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπρολείπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">forsake utterly</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3:1164" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3.1164/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 3.1164 </a>.</div> </div><br><br>'}