καταπροΐξομαι
καταπροΐξομαι, Att. καταπρο-προίξομαι, in early writers only fut., later also aor. 1 (v. infr.): used with neg., and usu. c. part., οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε ὧδε λωβησάμενος καταπροΐξεται he
A). shall not escape unpunished for thus insulting me, ; 3.156 οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες , cf. 5.105 7.17 ; οὔτοι καταπροίξει τάλαντα πολλὰ κλέψας Eq. 435 ; οὔτοι καταπροίξει τοῦτο δρῶν you shall not escape unpunished for doing this, V. 1366 ; οὔτοι .. καταπροίξει λέγουσα ταυτί Th. 566 : abs., ἐκείνους οὐ καταπροΐξεσθαι ἔφη should not get off scot-free, : without a neg., 3.36 Or. 2.25b : in aor. 1, οὐ μὴν ἐκεῖνός γε παντελῶς κατεπροίξατο ( 2.10c -πράξ- codd.), cf.
2). c. gen. pers., ἐμεῦ δ’ ἐκεῖνος οὐ καταπροΐξεται he shall not escape me unpunished, ; 92 οὔτοι ἐμοῦ .. καταπροίξει Nu. 1240 ; οὔτοι .. καταπροίξει Μυρτίας V. 1396 .
3). both constructions combined, οὐ καταπροίξῃ αὐτὸς μεθύων νηφούσης γυναικός .-- Ion. word, used in colloquial Att. of Com. (Glossed 1.17.5 προῖκα ἐκφύγοι in , δωρεὰν καταγνώσεται in EM 495.34 , and connected by both with προΐσσομαι, προΐκτης; but perh. rather from κατα-προ-ἱκνέομαι.)