Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρηνίζω
καταπρηνόω
κατάπριστος
καταπρίω
καταπροβάλλω
καταπροδίδωμι
καταπροθυμέομαι
καταπροΐεμαι
καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
κατάπροσθεν
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
κατάπρωκτος
κατάπτερος
View word page
καταπροθυμέομαι
καταπρο-θῡμέομαι, strengthd. for προθυμέομαι, c. acc., Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπροθυμέομαι
Headword (normalized):
καταπροθυμέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπροθυμεομαι
IDX:
54913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54914
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπρο-θῡμέομαι</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">προθυμέομαι</span>, c. acc., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}