Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρηνίζω
καταπρηνόω
κατάπριστος
καταπρίω
καταπροβάλλω
καταπροδίδωμι
καταπροθυμέομαι
καταπροΐεμαι
καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
κατάπροσθεν
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
View word page
καταπροβάλλω
καταπρο-βάλλω,
A). prostrate, prob. f.l. for προκατα- , Gal. 19.622 .


ShortDef

prostrate

Debugging

Headword:
καταπροβάλλω
Headword (normalized):
καταπροβάλλω
Headword (normalized/stripped):
καταπροβαλλω
IDX:
54911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54912
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπρο-βάλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prostrate</span>, prob. f.l. for <span class="ref greek">προκατα-</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.622 </span>.</div> </div><br><br>'}