Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρηνίζω
καταπρηνόω
κατάπριστος
καταπρίω
καταπροβάλλω
καταπροδίδωμι
καταπροθυμέομαι
καταπροΐεμαι
καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
κατάπροσθεν
καταπροτείνομαι
View word page
κατάπριστος
κατά-πριστος, ον,
A). sawn, ἐλέφας prob. in Hermipp. 63.15 .


ShortDef

sawn

Debugging

Headword:
κατάπριστος
Headword (normalized):
κατάπριστος
Headword (normalized/stripped):
καταπριστος
IDX:
54909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54910
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-πριστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sawn</span>, <span class="foreign greek">ἐλέφας</span> prob. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0252.tlg001:63:15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0252.tlg001:63.15/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hermipp.</span> 63.15 </a>.</div> </div><br><br>'}