Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπρανής
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρηνίζω
καταπρηνόω
κατάπριστος
καταπρίω
καταπροβάλλω
καταπροδίδωμι
καταπροθυμέομαι
καταπροΐεμαι
καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
κατάπροσθεν
View word page
καταπρηνόω
καταπρην-όω, = foreg.,
A). τινὰ πόντῳ καταπρηνώσασθαι AP 7.652 ( Leon.).


ShortDef

to throw headlong down

Debugging

Headword:
καταπρηνόω
Headword (normalized):
καταπρηνόω
Headword (normalized/stripped):
καταπρηνοω
IDX:
54908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54909
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπρην-όω</span>, = foreg., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">τινὰ πόντῳ καταπρηνώσασθαι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.652 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Leon.</span></span>).</div> </div><br><br>'}