καταπρηνής
καταπρην-ής, ές,
A). down-turned, opp. ὕπτιος, in always of the hand as used in striking or grasping, πλῆξεν .. Χειρὶ καταπρηνεῖ with the flat of his hand, , cf. 16.792 ; 13.164 πεπλήγετο μηρὼ Χερσὶ καταπρηνέσσι ; 15.114 Χείρεσσι κ. λαβοῦσα ; 19.467 ἐς τὸ κ. ῥέποντα Fract. 40 .( Ion. for καταπρανής, q. v.)