Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταποχή
καταπραγματεύω
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
καταπρανής
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρηνίζω
καταπρηνόω
κατάπριστος
καταπρίω
καταπροβάλλω
καταπροδίδωμι
καταπροθυμέομαι
καταπροΐεμαι
View word page
κατάπρεμνος
κατάπρεμνος, ον,
A). with many branches, Hsch.


ShortDef

with many branches

Debugging

Headword:
κατάπρεμνος
Headword (normalized):
κατάπρεμνος
Headword (normalized/stripped):
καταπρεμνος
IDX:
54904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54905
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάπρεμνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with many branches</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}