Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπότης
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραγματεύω
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
καταπρανής
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρηνίζω
καταπρηνόω
κατάπριστος
καταπρίω
καταπροβάλλω
View word page
καταπρατικόν
καταπρᾱτικόν, τό,(πιπράσκω)
A). tax on sales, Inscr.Magn. 116.42 .


ShortDef

tax on sales

Debugging

Headword:
καταπρατικόν
Headword (normalized):
καταπρατικόν
Headword (normalized/stripped):
καταπρατικον
IDX:
54901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54902
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπρᾱτικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>,(<span class="etym greek">πιπράσκω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tax on sales,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Inscr.Magn.</span> 116.42 </span>.</div> </div><br><br>'}