καταπράσσω
καταπράσσω, Att. καταπρά-ττω,
A). accomplish, execute, τινί τι An. 7.7.46 ; τιτῶν ἐπειγόντων Per. 5 ; κ. ὥστε τι γίγνεσθαι HG 7.4.11 .
b). construct, build, ἡρῷον IG 12(7).478.2 (Amorgos).
2). achieve, gain, ἀρχήν Cyr. 7.5.76 :— Med., achieve for oneself, dub. in An. 7.7.27 , cf. ; 1.44 ὅπως καταπράξεται τὸν γάμον ; 242 ἰδίαν ἀσφάλειαν :— Pass., 6.68 τὰ καταπεπραγμένα Cyr. 7.5.35 ; τὴν ἡγεμονίαν -πραχθῆναι Vect. 5.5 .