Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκαλπίς
ἀγκάς
ἀγκή
ἀγκηθής
ἀγκιστρεία
ἀγκιστρευτικός
ἀγκιστρεύω
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἀγκιστροειδής
ἄγκιστρον
View word page
ἀγκαλπίς
ἀγκαλπίς·
κρημνός, οἱ δὲ βόθρον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγκαλπίς
Headword (normalized):
ἀγκαλπίς
Headword (normalized/stripped):
αγκαλπις
IDX:
548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-549
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγκαλπίς·</span> <span class="foreign greek">κρημνός, οἱ δὲ βόθρον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}