Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
καταπότης
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραγματεύω
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
καταπρανής
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
View word page
καταπραιδεύω
καταπραιδεύω, (Lat.
A). praeda) ravage, Suid. s.v. καταδῃοῦν .


ShortDef

(praeda) ravage

Debugging

Headword:
καταπραιδεύω
Headword (normalized):
καταπραιδεύω
Headword (normalized/stripped):
καταπραιδευω
IDX:
54896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54897
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπραιδεύω</span>, (Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">praeda) ravage</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">καταδῃοῦν</span> .</div> </div><br><br>'}