Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταπορνοκοπέω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
καταπότης
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραγματεύω
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
καταπρανής
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
View word page
καταπραγματεύω
καταπραγμᾰτεύω
, Act. and Med., c. gen., sine expl.,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταπραγματεύω
Headword (normalized):
καταπραγματεύω
Headword (normalized/stripped):
καταπραγματευω
IDX:
54895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54896
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπραγμᾰτεύω</span>, Act. and Med., c. gen., sine expl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}