Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταπορνεύω
καταπορνοκοπέω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
καταπότης
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραγματεύω
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
καταπρανής
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
View word page
καταποχή
κατ-αποχή
,
ἡ
,
A).
receipt,
Arch.Pap.
3.418
(vi A. D.).
ShortDef
receipt
Debugging
Headword:
καταποχή
Headword (normalized):
καταποχή
Headword (normalized/stripped):
καταποχη
IDX:
54894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54895
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-αποχή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">receipt,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arch.Pap.</span> 3.418 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}