Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπορνοκοπέω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
καταπότης
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραγματεύω
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
καταπρανής
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
View word page
καταποφαίνομαι
κατ-αποφαίνομαι,
A). pronounce dogmatically, Diog.Oen. 8 .


ShortDef

pronounce dogmatically

Debugging

Headword:
καταποφαίνομαι
Headword (normalized):
καταποφαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
καταποφαινομαι
IDX:
54893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54894
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-αποφαίνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pronounce dogmatically</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1321.tlg001:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1321.tlg001:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diog.Oen.</span> 8 </a>.</div> </div><br><br>'}