Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπορνοκοπέω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
καταπότης
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραγματεύω
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
καταπρανής
κατάπραξις
καταπράσσω
View word page
καταποτάομαι
καταποτάομαι,
A). fly down, v.l. in Lib. Or. 11.86 .


ShortDef

fly down

Debugging

Headword:
καταποτάομαι
Headword (normalized):
καταποτάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταποταομαι
IDX:
54890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54891
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταποτάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fly down</span>, v.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2200.tlg004:11:86" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2200.tlg004:11.86/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lib.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 11.86 </a>.</div> </div><br><br>'}