Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπορνοκοπέω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
καταπότης
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραγματεύω
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
View word page
καταπόσια
καταπόσια, τά, =
A). ludi Florales, Gloss.


ShortDef

ludi Florales

Debugging

Headword:
καταπόσια
Headword (normalized):
καταπόσια
Headword (normalized/stripped):
καταποσια
IDX:
54887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54888
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπόσια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ludi Florales,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}