Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπορνοκοπέω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
καταπότης
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραγματεύω
καταπραιδεύω
View word page
καταπόρφυρος
καταπόρφῠρος, ον,
A). all-purple, Lyd. Mag. 2.13 .


ShortDef

all-purple

Debugging

Headword:
καταπόρφυρος
Headword (normalized):
καταπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
καταπορφυρος
IDX:
54886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54887
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπόρφῠρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">all-purple</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mag.</span> 2.13 </span>.</div> </div><br><br>'}