Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπορνοκοπέω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
καταπότης
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραγματεύω
View word page
καταπορνοκοπέω
καταπορνοκοπέω, = foreg. 111 , Poll. 3.117 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπορνοκοπέω
Headword (normalized):
καταπορνοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
καταπορνοκοπεω
IDX:
54885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54886
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπορνοκοπέω</span>, = foreg. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:111" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:111/canonical-url/"> 111 </a>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3:117" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3.117/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 3.117 </a>.</div><br><br>'}