Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπόνησις
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπορνοκοπέω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
καταπότης
κατάποτον
View word page
καταπορίζω
καταπορίζω, =
A). remeo, Gloss.


ShortDef

remeo

Debugging

Headword:
καταπορίζω
Headword (normalized):
καταπορίζω
Headword (normalized/stripped):
καταποριζω
IDX:
54882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54883
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπορίζω</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">remeo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}