Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταπομπός
καταπονέω
καταπόνησις
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπορνοκοπέω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
View word page
καταπορθέω
καταπορθέω
,
A).
ravage utterly,
Gloss.
ShortDef
ravage utterly
Debugging
Headword:
καταπορθέω
Headword (normalized):
καταπορθέω
Headword (normalized/stripped):
καταπορθεω
IDX:
54880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54881
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπορθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ravage utterly,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}