Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπολεμέω
καταπολέμησις
καταπολεύω
καταπολιός
καταπολιτεύομαι
κατάπομα
καταπομπεύω
καταπομπή
καταπομπός
καταπονέω
καταπόνησις
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
View word page
καταπόνησις
καταπόν-ησις, εως, ,
A). affliction, Sm. Ex. 3.7 .


ShortDef

affliction

Debugging

Headword:
καταπόνησις
Headword (normalized):
καταπόνησις
Headword (normalized/stripped):
καταπονησις
IDX:
54872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54873
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπόν-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">affliction</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ex.</span> 3.7 </span>.</div> </div><br><br>'}