Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταπνοή
καταποδίζω
καταπόθρα
καταποιέω
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολέμησις
καταπολεύω
καταπολιός
καταπολιτεύομαι
κατάπομα
καταπομπεύω
καταπομπή
καταπομπός
καταπονέω
καταπόνησις
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
View word page
κατάπομα
κατάπομα
,
ατος
,
τό
,
A).
drink
,
Aq.
,
Sm.
Je.
51(28).44
.
ShortDef
drink
Debugging
Headword:
κατάπομα
Headword (normalized):
κατάπομα
Headword (normalized/stripped):
καταπομα
IDX:
54867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54868
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάπομα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">drink</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Je.</span> 51(28).44 </span>.</div> </div><br><br>'}