Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπνίγω
κατάπνιξις
καταπνοή
καταποδίζω
καταπόθρα
καταποιέω
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολέμησις
καταπολεύω
καταπολιός
καταπολιτεύομαι
κατάπομα
καταπομπεύω
καταπομπή
καταπομπός
καταπονέω
καταπόνησις
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
View word page
καταπολιός
καταπολιός, όν,
A). white-haired, Gloss.


ShortDef

white-haired

Debugging

Headword:
καταπολιός
Headword (normalized):
καταπολιός
Headword (normalized/stripped):
καταπολιος
IDX:
54865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54866
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπολιός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">white-haired,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}