Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταπλήσσω
καταπλίσσομαι
καταπλοκή
κατάπλοος
καταπλουτίζω
καταπλουτομαχέω
καταπλυντηρίζω
καταπλύνω
κατάπλυσις
κατάπλωσις
καταπλώω2
καταπνέω
καταπνίγω
κατάπνιξις
καταπνοή
καταποδίζω
καταπόθρα
καταποιέω
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολέμησις
View word page
καταπλώω2
κατα-πλώω
, Ion. for
καταπλέω
.
ShortDef
sail down
Debugging
Headword:
καταπλώω2
Headword (normalized):
καταπλώω
Headword (normalized/stripped):
καταπλωω2
IDX:
54853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54854
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-πλώω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">καταπλέω</span>.</div><br><br>'}