Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπλεονεκτέω
κατάπλεος
καταπλέω
καταπλώω1
κατάπλεως
καταπληγία
καταπληγμός
καταπλήγνυμι
καταπληκτέον
καταπληκτικός
κατάπληκτος
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλίσσομαι
καταπλοκή
κατάπλοος
καταπλουτίζω
καταπλουτομαχέω
καταπλυντηρίζω
καταπλύνω
View word page
κατάπληκτος
κατά-πληκτος, ον,
A). astonishing, f.l. for foreg., Id. 31.8 .


ShortDef

astonishing

Debugging

Headword:
κατάπληκτος
Headword (normalized):
κατάπληκτος
Headword (normalized/stripped):
καταπληκτος
IDX:
54840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54841
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-πληκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">astonishing</span>, f.l. for foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:31:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:31.8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 31.8 </a>.</div> </div><br><br>'}