Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπλατύνω
καταπλατύς
καταπλέκω
καταπλεονεκτέω
κατάπλεος
καταπλέω
καταπλώω1
κατάπλεως
καταπληγία
καταπληγμός
καταπλήγνυμι
καταπληκτέον
καταπληκτικός
κατάπληκτος
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλίσσομαι
καταπλοκή
κατάπλοος
καταπλουτίζω
View word page
καταπλήγνυμι
κατα-πλήγνυμι,
A). = καταπλήσσω , Dam. Isid. 284 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπλήγνυμι
Headword (normalized):
καταπλήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
καταπληγνυμι
IDX:
54837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54838
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-πλήγνυμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καταπλήσσω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg002:284" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg002:284/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dam.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Isid.</span> 284 </a>.</div> </div><br><br>'}