Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπλαστύς
καταπλατύνω
καταπλατύς
καταπλέκω
καταπλεονεκτέω
κατάπλεος
καταπλέω
καταπλώω1
κατάπλεως
καταπληγία
καταπληγμός
καταπλήγνυμι
καταπληκτέον
καταπληκτικός
κατάπληκτος
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλίσσομαι
καταπλοκή
κατάπλοος
View word page
καταπληγμός
κατα-πληγμός, ,
A). = κατάπληξις , LXX Si. 21.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπληγμός
Headword (normalized):
καταπληγμός
Headword (normalized/stripped):
καταπληγμος
IDX:
54836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54837
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-πληγμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατάπληξις</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg034:21:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg034:21.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Si.</span> 21.4 </a>.</div> </div><br><br>'}