Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλατύνω
καταπλατύς
καταπλέκω
καταπλεονεκτέω
κατάπλεος
καταπλέω
καταπλώω1
κατάπλεως
καταπληγία
καταπληγμός
καταπλήγνυμι
καταπληκτέον
καταπληκτικός
κατάπληκτος
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλίσσομαι
καταπλοκή
View word page
καταπληγία
κατα-πληγία, ,
A). panic fear, Poll. 3.137 .


ShortDef

panic fear

Debugging

Headword:
καταπληγία
Headword (normalized):
καταπληγία
Headword (normalized/stripped):
καταπληγια
IDX:
54835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54836
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-πληγία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">panic fear</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3:137" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3.137/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 3.137 </a>.</div> </div><br><br>'}