Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπλάστης
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλατύνω
καταπλατύς
καταπλέκω
καταπλεονεκτέω
κατάπλεος
καταπλέω
καταπλώω1
κατάπλεως
καταπληγία
καταπληγμός
καταπλήγνυμι
καταπληκτέον
καταπληκτικός
κατάπληκτος
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλίσσομαι
View word page
κατάπλεως
κατάπλεως, ων, gen. ω, Att. for κατάπλεος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάπλεως
Headword (normalized):
κατάπλεως
Headword (normalized/stripped):
καταπλεως
IDX:
54834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54835
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάπλεως</span>, <span class="itype greek">ων</span>, gen. <span class="itype greek">ω</span>, Att. for <span class="foreign greek">κατάπλεος</span>.</div><br><br>'}