Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπλασμάτιον
καταπλασμός
καταπλάσσω
καταπλαστέον
καταπλάστης
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλατύνω
καταπλατύς
καταπλέκω
καταπλεονεκτέω
κατάπλεος
καταπλέω
καταπλώω1
κατάπλεως
καταπληγία
καταπληγμός
καταπλήγνυμι
καταπληκτέον
καταπληκτικός
κατάπληκτος
View word page
καταπλεονεκτέω
καταπλεονεκτέω,
A). to have mastered, ἃ -εῖ νῦν ἡ ἰητρική Hp. Decent. 6 .


ShortDef

to have mastered

Debugging

Headword:
καταπλεονεκτέω
Headword (normalized):
καταπλεονεκτέω
Headword (normalized/stripped):
καταπλεονεκτεω
IDX:
54830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54831
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπλεονεκτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to have mastered</span>, <span class="quote greek">ἃ -εῖ νῦν ἡ ἰητρική</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg050:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg050:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Decent.</span> 6 </a> .</div> </div><br><br>'}