Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπλανάω
κατάπλασις
κατάπλασμα
καταπλασμάτιον
καταπλασμός
καταπλάσσω
καταπλαστέον
καταπλάστης
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλατύνω
καταπλατύς
καταπλέκω
καταπλεονεκτέω
κατάπλεος
καταπλέω
καταπλώω1
κατάπλεως
καταπληγία
καταπληγμός
καταπλήγνυμι
View word page
καταπλατύνω
καταπλᾰτύνω, strengthd. for πλατύνω, Gal. 2.298 :


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπλατύνω
Headword (normalized):
καταπλατύνω
Headword (normalized/stripped):
καταπλατυνω
IDX:
54827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54828
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπλᾰτύνω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">πλατύνω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.298 </span>:</div><br><br>'}