Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπλακών
καταπλανάω
κατάπλασις
κατάπλασμα
καταπλασμάτιον
καταπλασμός
καταπλάσσω
καταπλαστέον
καταπλάστης
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλατύνω
καταπλατύς
καταπλέκω
καταπλεονεκτέω
κατάπλεος
καταπλέω
καταπλώω1
κατάπλεως
καταπληγία
καταπληγμός
View word page
καταπλαστύς
κατα-πλαστύς, ύος, , Ion. for κατάπλασμα, Hdt. 4.75 .


ShortDef

plaster, poultice

Debugging

Headword:
καταπλαστύς
Headword (normalized):
καταπλαστύς
Headword (normalized/stripped):
καταπλαστυς
IDX:
54826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54827
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-πλαστύς</span>, <span class="itype greek">ύος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">κατάπλασμα</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:4:75" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:4.75/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdt.</span> 4.75 </a>.</div><br><br>'}