Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπιττόω
καταπλαγής
καταπλακών
καταπλανάω
κατάπλασις
κατάπλασμα
καταπλασμάτιον
καταπλασμός
καταπλάσσω
καταπλαστέον
καταπλάστης
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλατύνω
καταπλατύς
καταπλέκω
καταπλεονεκτέω
κατάπλεος
View word page
καταπλασμός
κατα-πλασμός, ,
A). = κατάπλασμα , Anon.Lond. 36.58 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπλασμός
Headword (normalized):
καταπλασμός
Headword (normalized/stripped):
καταπλασμος
IDX:
54821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54822
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-πλασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατάπλασμα</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0643.tlg001:36:58" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0643.tlg001:36.58/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.Lond.</span> 36.58 </a>.</div> </div><br><br>'}